βρόχιος

βρόχιος
βρόχιος, -ον (Α) [βρόχος]
φρ. «βρόχιος μόρος» — θάνατος με βρόχο, απαγχονισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”